ἀσκητῶν

ἀσκητῶν
ἀσκητής
one who practises any art
masc gen pl
ἀσκητός
curiously wrought
fem gen pl
ἀσκητός
curiously wrought
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • PHRONTISTAE Fidei — apud Euanthum Abbatem Ep. contra eos qui sanguin. animal immundum esse iudicant: Nam in Christi nomine Phrentistae fidei Christianae effecti et sanguinem comedendum Christianos aperte docemus et a sanguinis oper declinare omnes hort amur. Ubi… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… …   Dictionary of Greek

  • άσκηση — Η πρώτη σημασία του όρου είναι η φυσική ά. του σώματος, η γυμναστική· αργότερα όμως πήρε και μια έννοια ηθική, σύμφωνα με την οποία, όπως ασκούμε το σώμα για να γίνουμε δυνατότεροι σωματικά, έτσι μπορούμε να γίνουμε και πνευματικά καλύτεροι… …   Dictionary of Greek

  • αείπαις — ἀείπαις ( αιδος), ο, η (AM) αειπάρθενος (στην εκκλ. γλώσσα κυρίως ως επίθ. τής Παρθένου Μαρίας και των ασκητών). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + παῖς] …   Dictionary of Greek

  • αποκουκουλίζω — (Μ ἀποκουκουλίζω) εκκλ. τελώ την τελετή του αποκουκουλισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < από* + κουκούλι «κάλυμμα του κεφαλιού, κυρίως των μοναχών και των ασκητών»] …   Dictionary of Greek

  • γεροντικός — ή, ό (AM γεροντικός, ή, όν) αυτός που ανήκει, ταιριάζει ή αναφέρεται σε γέροντες νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το γεροντικό 1. η αίθουσα συνεδριάσεων τής μονής 2. (επί τουρκοκρατίας) η αίθουσα συνεδριάσεων τών γερόντων, το αρχοντικό μσν. βιβλίο που… …   Dictionary of Greek

  • θεόφιλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Διασώθηκαν οι τίτλοι οκτώ κωμωδιών του: Ιατρός, Παγκράτεια, Βοιωτία, Νεοπτόλεμος, Επιδαύριος, Προιτίδες, Απόδημος και Φίλαυλος. Ο προτελευταίος και τελευταίος τίτλος αναφέρονται, αντίστοιχα, στα… …   Dictionary of Greek

  • λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία …   Dictionary of Greek

  • λειμωνάριο(ν) — το (AM λειμωνάριον) [λειμών] 1. μικρό λιβάδι 2. βιβλίο μοναστικό που περιέχει βίους ασκητών, ανέκδοτα και ρήσεις διαφόρων μοναχών (α. «Μέγα Λειμωνάριον» β. «Νέον Λειμωνάριον») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”